- καδρόνι
- το балка, брус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καδρόνι — το ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadrone] … Dictionary of Greek
καδρόνι — το (λ. ιταλ.), ξύλινη δοκός τετράπλευρη: Βάλαμε μερικά καδρόνια να στηρίξουμε το μπαλκόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καδρονιάζω — [καδρόνι] 1. στρώνω επιφάνεια με καδρόνια 2. τετραγωνίζω ακατέργαστα δοκάρια, διαμορφώνω σε καδρόνια … Dictionary of Greek
στυμών — όνος, ὁ, Α πιθ. δοκός, καδρόνι τής οροφής … Dictionary of Greek